σχίσματος

σχίσματος
σχίσμα
cleft
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ένωση — η (AM ἕνωσις) η ενέργεια τού ενώνω, η σύνδεση ή συγχώνευση τμημάτων σε ένα, σύζευξη νεοελλ. 1. συνεργασία («η ισχύς εν τη ενώσει») 2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών («ένωση υπαλλήλων», «Ένωση Σοβιετικών… …   Dictionary of Greek

  • ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • πρωτείο — το / πρωτεῑον, Ν ΜΑ η πρώτη θέση, η υπεροχή («τὴν πόλιν δ ἥ προειστήκει τῶν Ἑλλήνων τέως καὶ τὸ πρωτεῑον εἶχε», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. στον πληθ. τα πρωτεία μτφ. πρωτοκαθεδρία, δεσπόζουσα θέση, κυρίαρχη γνώμη, τα σκήπτρα («θέλει να κατέχει τα… …   Dictionary of Greek

  • σχισματοποιός — όν, ΝΑ εκκλ. αυτός που γίνεται αίτιος δημιουργίας σχίσματος («αἱρεσιαρχῶν καὶ σχισματοποιῶν», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίσμα, ατος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • σχισματώδης — ῶδες, Α [σχίσμα, ατος] (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει μορφή σχίσματος, που μοιάζει με σχίσιμο …   Dictionary of Greek

  • Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία — Μεσαιωνική αυτοκρατορία της κεντρικής Ευρώπης. Ως τυπική απαρχή της αναφέρεται το 961 (με ιδρυτή τον Όθωνα Α’ τον Μεγάλο) και ως τυπική λήξη της το 1806, οπότε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β’ των Αψβούργων παραιτήθηκε από τον τίτλο του Ρωμαίου… …   Dictionary of Greek

  • Άγιο Πνεύμα — I Το όνομα του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η αΐδιος εκπόρευση του Α.Π. γίνεται από τον Πατέρα «ως μόνης πηγής και αιτίας», ενώ η «εν χρόνω αποστολή του στην Εκκλησία» γίνεται «από του Πατρός δι’ Υιού». Τούτο δεν …   Dictionary of Greek

  • Αφθονίδης — Επώνυμο δύο λογίων του του 19ου αι. 1. Γερμανός (1823 1895). Λόγιος και καλόγερος από την Κωνσταντινούπολη. Έζησε, κατά την παιδική του ηλικία, σε εκκλησιαστικό περιβάλλον. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Ξηρολίμνη. Ύστερα από ένα μικρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”